- γομαριάζω
- [γομάρι]φορτώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γομαριάζω — συσκευάζω σε δέματα, φορτώνω: Γομαριάσαμε όλα τα ξύλα που κόψαμε στο δάσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)